Γράφει η Κατερίνα Παπαποστόλου
Μια μέρα του 2011 και μετά από 20 μέρες συνεχούς αναζήτησης και πλήρους απογοήτευσης πως έχεις πεθάνει, ως εκ θαύματος επιτέλους σε βρήκα. Στην πιο δύσκολη ψυχολογικά στιγμή της ζωής μου.
Όχι αγέρωχη όπως σε γνώρισα, πριν χτυπηθείς από αυτοκίνητο και σ’ έχασα. Μα ετοιμοθάνατη. Μέσα σε μια λίμνη αίματος να αιμορραγείς από το λαιμό και την ουρά και να μη μπορείς να κουνήσεις τα πόδια σου. Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας ώρες μάλλον αβοήθητη. Με τόσους ανθρώπους γύρω σου χωρίς καν να κοιτούν. Πόσο σκληρός μπορεί να γίνει ο κόσμος. Βάζει μπροστά του ένα πέπλο και δε βλέπει…
Ανάμεσα στη φυγή και στην ευθύνη επέλεξα το χάδι. Ανάμεσα στα εκατομμύρια που αργοπεθαίνετε κάθε μέρα ελάχιστα δυστυχώς σώζεστε. Προσπάθησα με κάθε τρόπο για ένα μήνα να βρω μια οικογένεια να σε δώσω.
Όχι από ανευθυνότητα γιατί ενώ σε έσωσα, δεν ήθελα να σε κρατήσω, αλλά από υπευθυνότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης πως δεν μπορούσα να σου χαρίσω τη δεύτερη ζωή που σου άξιζε. Δεν είχα το χώρο και το χρόνο. Ανάμεσα στην απόφαση αυτή και στη μόνιμη διαμονή σου σε ένα απρόσωπο καταφύγιο ζώων επέλεξα να ακολουθήσω την καρδιά, ενώ ο νους μου βροντοφώναζε «μη δένεσαι με έναν ακόμη σκύλο».
Και όταν βρέθηκε μια οικογένεια προσωρινής φιλοξενίας και ήρθα να σε αποχαιρετήσω, δε με αγκάλιασες. Στάθηκες απέναντι μου με κοίταξες στα μάτια, διαπέρασες την ψυχή μου μιλώντας για αγάπη άδολη και μια ζωή γεμάτη εκπλήξεις: «Πάρε με μαζί σου για κείνο το κομμάτι ευτυχίας που σου λείπει. Έχω δικαίωμα να επιλέξω με ποιον θέλω να ζήσω και εγώ θέλω μαζί σου».
Και έτσι έφτασε η απαρχή της συμβίωσης με σένα, μια απόλυτα κακοποιημένη ψυχή. Που δεν ήξερες πώς να μαζέψεις τα σπασμένα κομμάτια σου, πώς να συμπεριφερθείς, όλα σου ήταν άγνωστα, που φοβόσουν το άγγιγμα και το χάδι….που δεν ήθελες την ίδια τη ζωή σου.
Πάντα θα θυμάμαι τα βράδια που αποκοιμιόμουν κρατώντας σου το χέρι να μη φοβάσαι. Πόσοι λυγμοί ψυχή μου. Και πόσα ουρλιαχτά τις νύχτες…οι εφιάλτες σου. Και έπειτα λένε πως οι σκύλοι δε νιώθουν…πόσο καιρό έκανα αλήθεια να σε πείσω να σε αγκαλιάσω; Να μη φοβάσαι…
Έντεκα μήνες πολύ δύσκολοι με μια προσωπική ζωή να πηγαίνει πίσω και εσένα να μην κάνεις βήματα μπροστά. Μια βόλτα, μια μέρα, όταν κατάφερα να σε πείσω να βγούμε από το σπίτι και μια αγέλη σκύλων. Κρίση πανικού, χίλια βήματα πίσω. Και μια καινούρια φοβία. Και η παραδοχή. Μόνη μου τελικά δεν μπορούσα.
Kynagon… Η αρχή της σωτηρίας σου και της νέας σου ζωής. Θετική εκπαίδευση, παραδοχή όλων των λαθών μου και μια τεράστια αγκαλιά για σένα. 7 μήνες μαθημάτων, υπομονή, επιμονή, ένα βήμα μπροστά συχνά 2 βήματα πίσω από τις καταστάσεις αλλά και πάλι πολύ μπροστά.
Ανάμεσα τους ένας πυροβολισμός που τότε ανακαλύφθηκε, 3 σφαίρες που αφαιρέθηκαν από το πόδι και μια ιατρική γνωμάτευση πως τελικά δεν βλέπεις από το ένα μάτι. Μα έχεις τα δικά μας μάτια!
Στις 16 Μαΐου 2015 φορώντας και οι δύο το σήμα της δεύτερης οικογένειας σου αποφοιτήσαμε! Και εγώ να μιλώ με συγκίνηση για σένα και το όραμα μου. Με περηφάνια για σένα όχι για μένα. Που τόλμησες και κατάφερες να αλλάξεις για τους ανθρώπους γνώμη. Που ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, δεν επέλεξες το θάνατο. Που με κοίταξες και από την πρώτη στιγμή με εμπιστεύτηκες. Για να με σώσεις και μένα και να μου δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία σ’ αυτή τη ζωή τη σκάρτη.
Γιατί εσύ δεν ήρθες τυχαία. Ήρθες να μου δείξεις πως ναι, υπάρχουν και πλάσματα με βλέμμα τόσο καθαρό, που χωρίς να μιλούν, χωρίς να κάνουν κάτι εξαιρετικό, χωρίς να ζητούν τίποτα, χαίρονται με το τίποτα και χαρίζουν απλόχερα τα πάντα. Με ένα βλέμμα, με ένα χαμόγελο, με τη λάμψη που από μέσα τους βγάζουν. Αλήθεια, πόσο όμορφη γίνεσαι αγάπη μου, όταν χαμογελάς…
Κάθε χρόνο μια συγκεκριμένη μέρα γιορτάζουμε τα γενέθλιά σου! Στη δεύτερη ζωή σου. Τότε που σε έσφιξα για πρώτη φορά στην αγκαλιά μου και ξαναγεννήθηκες. Μακάρι να ήξερα την πραγματική ημερομηνία που γεννήθηκες. Πού, πώς, γιατί στο δρόμο έτσι βρέθηκες, τι πέρασες; Κορίτσι μου, τι πέρασες!
Μη με ρωτάς γιατί σε βάφτισα Διώνη. Θεϊκή. Σε κείνον τον Θεό που μου πήρε τόσο ξαφνικά μια μάνα και μου χάρισε ελάχιστους μήνες μετά για πρώτη φορά μια τετράποδη «κόρη». Σε πονάω και σε αγαπάω, όπως πονάω σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου. Διαφορετικά ναι, αλλά ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Και όλους εκείνους που γελούν με την τάχα ζωοφιλική «γραφικότητα» μου τους απομακρύνω πια. Έμαθα. Η ζωή είναι μικρή και έχουμε χρέος να τη σπαταλάμε μόνο για συγκινήσεις. Να κλαίμε με δάκρυα χαράς. Μόνο. Όπως εγώ τώρα που σου γράφω, ενώ σε βλέπω πόσο ήρεμα πλέον αγκαλιά μου κοιμάσαι. Πόσα μου έχεις μάθει, πριγκίπισσα μου.
Ήρθες και άλλαξες όλη τη ζωή μας. Μπορεί να μη λιγόστεψες τα καθημερινά προβλήματα μας, αλλά όλοι μαζί παρέα ως δεμένη οικογένεια τα περνάμε πια πιο ανώδυνα. Με ένα απλό χαρούμενο κούνημα της ουράς σου. Με αυτό το βλοσυρό σου βλέμμα που φωνάζει «Μη λυγάς μάνα! Η ζωή δεν περιμένει!»
Και όλες οι αγκαλιές μας πλέον είναι της απελευθέρωσης σου. Από την άσχημη πλευρά του κόσμου. Πιασμένες χέρι χέρι για να τους πείσεις όλους πως ζούμε μόνο για να κυνηγάμε τα όνειρα μας. Για να δίνουμε πνοή στα οράματα μας, για να χαιρόμαστε με τα μικρά, να μη στεναχωριόμαστε για όσα δεν αλλάζουν, να ζούμε το παρόν, να μην μοιρολογούμε το παρελθόν και να κοιτάμε κατάματα το μέλλον. Να ελπίζουμε και να ζούμε με Α Γ Α Π Η. Που όλα τα υπομένει, όλα τα επιζητά, όλα τα ελπίζει, όλα τα σκεπάζει και όλα τα μεταμορφώνει…..